- συρματοποίηση
- Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες με διάμετρο προοδευτικά μειωμένη. Οι τρύπες αυτές βρίσκονται πάνω σε μια πλάκα (φιλιέρα), κατασκευασμένη από πολύ σκληρό υλικό, όπως το καρβίδιο του τουνγκστένιου ή το διαμάντι. Η συρματοποίηση γίνεται με κατάλληλες μηχανές, που ονομάζονται συρματοποιητικές: Η μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μεταλλικών ασύρματων, αποτελείται από ένα τραπέζι πάνω στο οποίο είναι στερεωμένες δύο εκτυλίκτριες. Στην πρώτη περιτυλίγεται το υλικό που θέλουμε να συρματοποιήσουμε, καθαρισμένο και λιπασμένο. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης, τοποθετείται η φιλιέρα, από την οποία περνά το σύρμα υποχρεωτικά, εξαιτίας της περιστροφής της δεύτερης εκτυλίκτριας. Για την κατασκευή λεπτών συρμάτων χρησιμοποιούνται βάσεις με τρεις ή περισσότερες εκτυλίκτριες και δύο ή περισσότερες φιελέρες, μεταξύ της μιας εκτυλίκτριας και της άλλης. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την κατασκευή σωλήνων και ράβδων, όταν τις θέλουμε περιορισμένων διαστάσεων και οι οποίες δεν μπορούν να παραχθούν στο έλαστρο. Γίνεται πάντοτε «εν θερμώ» και, είτε με έλξη, για την κατασκευή συρμάτων, είτε με εκβολή για υλικά με μεγάλη πλαστικότητα, όπως ο χαλκός και τα κράματά του, ο μόλυβδος οι πλαστικές ύλες κ.ά.
* * *η, Ν [συρματοποιώ]η κατεργασία με την οποία μετατρέπονται μεταλλικές ράβδοι σε σύρμα.
Dictionary of Greek. 2013.